- τεμπελόσκυλο
- το бран. ленивая скотина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεμπελόσκυλο — το, Ν μτφ. (με υβριστική σημ.) μεγάλος τεμπέλης, τεμπέλαρος … Dictionary of Greek
τεμπελόσκυλο — το 1. σκύλος τεμπέλης. 2. άνθρωπος πολύ οκνηρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
κοπρομηχανή — η (για πρόσ.) αυτός που δεν εργάζεται, παρά μόνο παράγει κόπρανα, κοπρίτης, τεμπελόσκυλο … Dictionary of Greek
κοπροποιός — κοπροποιός, όν (Α) 1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα 2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κοπρόσκυλο — το 1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό σκυλο, τεμπελό σκυλο] … Dictionary of Greek